- οινοχόος
- ουπηρέτης που βάζει κρασί στα ποτήρια, αλλ. κεραστής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οἰνοχόος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνόχοος — cupbearer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οινοχόος — ο (Α οἰνοχόος) (στην αρχαία Ελλάδα) υπηρέτης ο οποίος κατά τα συμπόσια κερνούσε τους συνδαιτυμόνες κρασί το οποίο αντλούσε από τον κρατήρα («τούτου τε ὁ παῑς οἰνοχόος ἦν τῷ Καμβύση», Ηρόδ.) αρχ. αυτός που παρέχει, που δίνει κάτι («ὅταν...… … Dictionary of Greek
οἰνοχόοιο — οἰνόχοος cupbearer masc gen sg (epic) οἰνοχόος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοχόοις — οἰνόχοος cupbearer masc dat pl οἰνοχόος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοχόου — οἰνόχοος cupbearer masc gen sg οἰνοχόος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοχόους — οἰνόχοος cupbearer masc acc pl οἰνοχόος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοχόων — οἰνόχοος cupbearer masc gen pl οἰνοχόος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοχόῳ — οἰνόχοος cupbearer masc dat sg οἰνοχόος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοχόε — οἰνοχόος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)